πουθενά

πουθενά
επίρρ.
1) нигде;

πουθενά δεν υπάρχει — нигде нет;

2) никуда;

(από) πουθενά — ниоткуда


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πουθενά" в других словарях:

  • πουθενά — Ν (τοπ. επίρρ.) σε κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούθε (< πόθεν) κατά τα εδω νά, εκει νά. Κατ άλλη άποψη, ο τ. πουθενά προήλθε (με καταβιβασμό τού τόνου κατά τα εδω νά, εκει νά) από έναν τ. πουθενά, ο οποίος έχει σχηματισθεί από το παλαιό… …   Dictionary of Greek

  • πουθενά — επίρρ. τοπ., σε κανέναν τόπο: Δεν πάω πουθενά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • πούπετα — και πούπετις και πούπετε και πούποτε, Μ σε κανένα μέρος, πουθενά («καὶ ἐψηλάφουν πούπετα περδίκιν νὰ πιτύχω», Λιβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πούπετα < πούπετε (< ποῦ ποτε, με αφομοίωση τού ο σε ε ), κατά το πουθενά] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Matono — Studio album by Peggy Zina Released July 11, 2004 Recorded 2004 …   Wikipedia

  • Каррас, Василис — Василис Каррас Выступление в марте 2010 года …   Википедия

  • Γαμηλιών — Ο έβδομος μήνας στο αττικό και στο δήλιο ημερολόγιο, που συμπίπτει περίπου με την περίοδο 15 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου. Το όνομα Γ. προήλθε από τη συνήθεια να γίνονται οι γάμοι κατά τον μήνα αυτό, που ήταν ιερός της Ήρας Γαμηλίας, προστάτιδας… …   Dictionary of Greek

  • άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για …   Dictionary of Greek

  • αμμόχρυσος — ἀμμόχρυσος, ο (Α) όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»